- μελανόκολπος
- μελανόκολπος, -ον (Α)βλ.μελάγκολπος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
μελάγκολπος — και μελανόκολπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό κολπος, βαθύ κολπος)] … Dictionary of Greek